- αρρίζωτος
- η , ο [ος , ον ] см. αρριζοβόλητος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρρίζωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει βγάλει ρίζες 2. εκείνος που δεν έχει ριζώσει, δεν έχει στεριώσει κάπου («Κ ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν / κι αρρίζωτοι ψευτορριζώσαν», Κ. Παλαμάς) … Dictionary of Greek
ἀρριζώτου — ἀρρίζωτος not rooted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρριζώτων — ἀρρίζωτος not rooted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρίζωτοι — ἀρρίζωτος not rooted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)